18 Ιουλ 2012

Γλυκιά ζωή

Ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, 2011

Είχα πάντοτε ένα θέμα με τα βιβλία μνήμης και με τα βιβλία συνταγών, καθώς και με τον τρόπο που οι γιαγιάδες ή οι παππούδες αναφέρονται μέσα σ' αυτά. Λες και γεννήθηκαν για να μην υπάρξουν τίποτε άλλο παρά η γιαγιά ή ο παππούς του συγγραφέα.
Ήξερα, λοιπόν, καλά τι ήθελα να αποφύγω, όταν έφτιαξα το βιβλίο «Γλυκιά ζωή».
Ο αγαπημένος μου συγγραφέας έλεγε ότι η ιστορία γράφεται τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων. Λοιπόν, γιατί όχι και σ' ένα τετράδιο γλυκισμάτων;   
Οι συνταγές ενός τετραδίου γλυκισμάτων του 1936 δεν έχουν μόνο τερψιλαρύγγια αξία.


Τα υλικά της Γλυκιάς Ζωής είναι ένα τετράδιο με ασυνήθιστο εξώφυλλο, διάφορες παλιές φωτογραφίες, μικροαντικείμενα «τι τις φυλάς τις παλιατζούρες» που όμως φύλαξα και αφηγήσεις που είχα την προνοητικότητα να καταγράψω. Άξονας του βιβλίου είναι η Άννα Αβραμοπούλου-Τσατσούλη. Αφορμή για την έκδοσή του στάθηκε η συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο της. Το βιβλίο κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου και σε αριθμημένα αντίτυπα.


Αυτό είναι το εξώφυλλο του Τετραδίου Γλυκισμάτων της Άννας. Ο Εονίτης και το μεταξικό σύνθημα δεν εκπλήσσουν τόσο, γιατί βρισκόμαστε στο 1936. Εκπλήσσει όμως η πρώτη χρήση του τετραδίου. Ήταν μαθητικό τετράδιο τιμωρίας!


Ο Μεταξάς σκόρπιζε άφθονο χρήμα για προπαγάνδα και ήθελε να διαμορφώσει οπαδούς του καθεστώτος από την τρυφερή ηλικία. Μοίραζε δωρεάν τετράδια στους μαθητές. Οι δάσκαλοι, μια και βρήκαν πιπέρι, έβαλαν και στα λάχανα. Αφού υπήρχε αφθονία τετραδίων, δημιούργησαν τετράδια τιμωρίας. Μη χειρότερα! Η Άννα έγραψε πάνω στην ετικέτα «Τετράδιον Γλυκισμάτων» τράβηξε μια γραμμή από κάτω και μετέτρεψε το τετράδιο τιμωρίας της κόρης της σε κάτι χρήσιμο.


Οι σελίδες είναι τακτικά γραμμένες με πένα και μελάνι. Στη γραφή της η Άννα χρησιμοποιεί υπολείμματα παλιών συμπλεγμάτων και γράφει το ψ με ασυνήθιστο τρόπο. Καθόλου περίεργο, αν αναλογιστούμε ότι πήγε στο σχολείο στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μερικές φορές γράφει τις λέξεις όπως τις προφέρει (μιλουμακάρουνα, κεκ) ή χρησιμοποιεί παλιότερους τύπους (για παράδειγμα χρησιμοποιεί τη λέξη τεψί, που αν και δεν είναι πια σε χρήση είναι σωστότερη, μια και προέρχεται από την παλιότερη εψάνη, που σημαίνει το ίδιο ακριβώς μαγειρικό σκεύος).
Οι ποσότητες στις συνταγές μετριούνται με οκάδες και δράμια, ρακοπότηρα ή κύπελα. Η ποσότητα των μπαχαρικών προσδιορίζεται ως «ένα χαρτάκι βανίλια» ή «μια δραχμή κανελογαρίφαλα». Αναφέρονται επίσης υλικά που σήμερα είναι μάλλον άγνωστα, όπως η ζάχαρη άχνη του βαρελιού ή το αλεύρι Τεργέστης.
Εκτός από τις περίπλοκες συνταγές, που απαιτούσαν χρόνο και χρήμα, στο τετράδιο υπάρχουν και οι «εφθηνές», που έδιναν τη δυνατότητα στη νοικοκυρά να έχει πάντα κάποιο γλυκό στο σπίτι. Όπως, για παράδειγμα, η πουτίγκα με σταφίδες, που μετατρέπει σε γλύκισμα το ξερό ψωμί.


Το βιβλίο εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες. Έφτιαξα όμως ένα σκίτσο για το εξώφυλλο κι ένα για την ταπετσαρία, που παρουσιάζει την Άννα και την οικογένειά της.
Πάνω στο τετράδιο είναι γραμμένη η χρονολογία 1936. Είναι η χρονιά που η Άννα και η οικογένειά της βρίσκονται στο Σουφλί. Ο Φώτης, ο άντρας της Άννας, ήταν αξιωματικός. Σ' αυτό οφείλονταν οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειας (Μεσολόγγι, Άρτα, Γιάννενα, Σαγιάδα, Σουφλί, Αθήνα). Στο Σουφλί ήταν ο διοικητής του 8ου λόχου.

Μερικές φωτογραφίες από το Σουφλί

Το Σουφλί πριν από το 1940. 

Β Συνοριακός Τομέας Έβρου, 8ος λόχος, Φρουραρχείο Σουφλίου,
στολισμένος για τον εορτασμό του Πάσχα. Διοικητής ο Φώτης Τσατσούλης.

Η Άννα ως σύζυγος διοικητού, έζησε αρκετά χρόνια μέσα στη φανταρία.


Ο Φώτης και η Άννα την εποχή που ζούσαν στο Σουφλί.

Όλη η οικογένεια στο ελληνικό φυλάκιο. Σε λίγο θα περάσουν στο τούρκικο,
προσκαλεσμένοι για φαγητό από την οικογένεια του τούρκου διοικητή.
Οι δύο διοικητές συναντιόνταν τακτικά, συνοδεία αξιωματικών,
για να συζητήσουν θέματα της περιοχής. Μερικές φορές η πρόσκληση
περιλάμβανε και την οικογένεια.

Πρωτομαγιά στον Συνοριακό Τομέα. Η Άννα και η οικογένειά της γιορτάζουν
σε εύθυμο τραπέζι με χαρούμενη συντροφιά και γραμμόφωνο.

Κάποια μαθητική γιορτή στον Συνοριακό Τομέα. Η Άννα στέκεται κρατώντας
ένα καλάθι. Πίσω της η μαντολινάτα του σχολείου και φαντάροι. 

Η Άννα κρατάει τα γκέμια μιας καμήλας. Στη Θράκη μπορεί να συναντήσει
κανείς ακόμα και σήμερα αυτό το ασυνήθιστο ζώο. 

Η Άννα πάνω σε βοϊδάμαξα με ντόπιους χριστιανούς
και μουσουλμάνους. Αυτές οι βοϊδάμαξες είχαν συνήθως σχήμα σκάφης
(με λοξά παραπέτια δεξιά κι αριστερά) και λέγονταν νταλίκες. 

Εκδρομή στην Κορνοφωλιά. Το πανηγύρι του μοναστηριού
της Κορνοφωλιάς γίνεται στα Εννιάμερα της Παναγίας, 23 Αυγούστου.
Ενδεχομένως τότε έγινε και η εκδρομή. 
 


Η Άννα φρόντιζε η εμφάνιση και τα φερσίματά της να είναι ανάλογα με την κοινωνική της θέση. Πρόσεχε πολύ το ντύσιμό της, και το σπίτι της ήταν αψεγάδιαστα νοικοκυρεμένο. «Η καλή νοικοκυρά ξεχωρίζει από τη φτέρνα της κάλτσας της και από τα κουρτινάκια της κουζίνας της», έλεγε. 
Ίσως να εννοούσε ότι η καλή νοικοκυρά δίνει προσοχή και στην παραμικρή λεπτομέρεια της εξωτερικής εμφάνισης, και ότι η κουζίνα της εκτός από τακτική και καθαρή, είναι φροντισμένη και όμορφη. Ίσως πάλι να εννοούσε κάτι άλλο. Η φράση της παραμένει σιβυλλική.


Το 1939 ο Φώτης παίρνει μετάθεση και η οικογένεια φεύγει από το Σουφλί. Τα χρόνια που ακολούθησαν έφεραν πόλεμο, Κατοχή και Εμφύλιο. Οι καιροί είναι σκληροί και οι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι. Το τέλος του πολέμου βρίσκει την οικογένεια στην Αθήνα. Η Αθήνα τα βγάζει πέρα δυσκολότερα από την επαρχία. Η ευρηματικότητα διευκολύνει τη ζωή, αλλά δημιουργεί και σκηνές ροκ. Η οικογένεια Τσατσούλη μένει για ένα διάστημα στο Κολωνάκι, σε ένα διαμέρισμα της οδού Λουκιανού. Το Κολωνάκι εκείνων των χρόνων έχει χωματόδρομους και χαμηλά σπίτια. Στην αυλή του τριώροφου σπιτιού η Άννα βάζει κότες! Τέτοια τραγελαφικά συνέβαιναν στην Αθήνα μετά το 1945. Και δεν αποκλείεται να ξανασυμβούν. 

Τα ιστορικά ελληνικά πιάτα KERAMIKOS.
Βάση γαβάθας από καθημερινό σερβίτσιο.


Τα αρχικά της Άννας κεντημένα στο άσπρο λινό
τραπεζομάντιλο και στις πετσέτες του φαγητού. 


Η ιστορία ενός κεντήματος - Αφήγηση
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται μερικές αφηγήσεις που δείχνουν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της Άννας. Μια απ' αυτές:



«Ο αδερφός του μπαρμπα Ντίνου του Καϊνάρη ήταν φυματικός. Ζούσε μόνος του στην Πάτρα. Δούλευε εκεί και τα είχε φτιάξει με μία πόρνη.
Η Άννα κάθε φορά που αρρώσταινε κανένα παιδί της, έπαιρνε το πλοίο «Καληδονία» από το Μεσολόγγι και πήγαινε στο γιατρό στην Πάτρα. Επισκεπτόταν τον Καϊνάρη, αλλά ποτέ δεν είχε δεχτεί πρόσκλησή του για φιλοξενία. Προτιμούσε το ξενοδοχείο.
Κάποια φορά συναντήθηκε στο σπίτι με τη φίλη του. Εκείνη, ξέροντας ότι οι καλές γυναίκες την απέφευγαν, σηκώθηκε για να φύγει. Η Άννα όμως την κράτησε, της μίλησε γλυκά και της ζήτησε να μην φεύγει, όταν τη βλέπει. Κι εκείνη σε ένδειξη ευγνωμοσύνης κέντησε το «Ευτύχει». Αυτά έγιναν πριν από το 1935...»

Η συνταγή της Άννας για την πουτίγκα με σταφίδες

                                             1/2 ὀκὰ γάλα
                                             150 δράμια ψωμὶ ξερὸ
                                             150 δράμια σταφίδα
                                             4 αὐγὰ
                                             φλοιὸς 1 λεμονιοῦ
                                             1 κουταλάκι σόδα
                                             καὶ ὀλίγα ἀμύγδαλα
   
Βράζομεν μισὴ ὀκὰ γάλα καὶ εἴς αὐτὸ ῥίπτομεν 150 δράμια ψωμὶ ξερὸ καὶ τὸ ἀφήνομεν ἐπὶ μίαν ὥραν. Ἀφοῦ μουσκέψῃ καλὰ τὸ ψωμί, τὸ ζυμώνομεν μὲ τὸ γάλα ῥίπτοντες τὴν σταφίδα. Ἐξακολουθοῦμε νὰ τὸ ζυμώνομεν καλὰ καὶ ῥίπτομεν τοὺς κρόκους καλὰ κτυπημένους καὶ τὸν φλοιὸν ἑνὸς λεμονιοῦ τριμμένον. Ἅμα ζυμώσωμε καλὰ τὸ μῖγμα, ῥίπτομεν καὶ τὰ ἀσπράδια τῶν αὐγῶν, τὰ ὁποῖα κτυπῶμεν νὰ γίνουν μαρέγκα. Τὸ μῖγμα αὐτὸ τὸ ῥίπτομεν μέσα σὲ φόρμα καλὰ βουτυρωμένη. Ἐάν θέλωμε, ῥίπτομεν, ἐνῶ ζυμώνωμε τὸ μῖγμα, καὶ ὀλίγα ἀμύγδαλα χονδροκοπανισμένα.
Σημείωση: Μισή οκά είναι 640 γραμμάρια και 150 δράμια είναι 480 γραμμάρια.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου